ξετσιπωσιά

ξετσιπωσιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξετσιπωσιά" в других словарях:

  • ξετσιπωσιά — η [ξετσιπώνω] αδιαντροπιά, ξετσίπωμα …   Dictionary of Greek

  • ξετσιπωσιά — η και ξετσίπωμα, το αδιαντροπιά, αναίδεια, αναισχυντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαντροπία — η (Μ ἀδιαντροπία) (Ν και αδιαντροπιά) [αδιάντροπος] 1. έλλειψη ντροπής ή συστολής, αναισχυντία, αναίδεια, ξετσιπωσιά 2. αδιάντροπη πράξη ή λόγος …   Dictionary of Greek

  • αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • ξετσίπωμα — το [ξετσιπώνομαι] έλλειψη ντροπής, αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά …   Dictionary of Greek

  • ξετσιπωσύνη — η [ξετσίπωτος] το γνώρισμα τού ξετσίπωτου, η ξετσιπωσιά, η αδιαντροπιά …   Dictionary of Greek

  • αδιαντροπιά — η αναίδεια, ξετσιπωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαδιαντροπιά — η αναίδεια, έλλειψη ντροπής, αλλ. ξετσιπωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετσίπωμα — το, ατος βλ. ξετσιπωσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»