ξετσιπωσιά
Смотреть что такое "ξετσιπωσιά" в других словарях:
ξετσιπωσιά — η [ξετσιπώνω] αδιαντροπιά, ξετσίπωμα … Dictionary of Greek
ξετσιπωσιά — η και ξετσίπωμα, το αδιαντροπιά, αναίδεια, αναισχυντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαντροπία — η (Μ ἀδιαντροπία) (Ν και αδιαντροπιά) [αδιάντροπος] 1. έλλειψη ντροπής ή συστολής, αναισχυντία, αναίδεια, ξετσιπωσιά 2. αδιάντροπη πράξη ή λόγος … Dictionary of Greek
αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία … Dictionary of Greek
ξετσίπωμα — το [ξετσιπώνομαι] έλλειψη ντροπής, αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά … Dictionary of Greek
ξετσιπωσύνη — η [ξετσίπωτος] το γνώρισμα τού ξετσίπωτου, η ξετσιπωσιά, η αδιαντροπιά … Dictionary of Greek
αδιαντροπιά — η αναίδεια, ξετσιπωσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαδιαντροπιά — η αναίδεια, έλλειψη ντροπής, αλλ. ξετσιπωσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξετσίπωμα — το, ατος βλ. ξετσιπωσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)